- παραλιακά
- (επίρρημα)a voramar
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… … Dictionary of Greek
γιαλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 224 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δύμης. Ο Γ., που βρίσκεται στη ΒΔ ακτή του νομού, στον μυχό του Πατραϊκού κόλπου, ονομαζόταν μέχρι το… … Dictionary of Greek
ολίζων — Πόλη της θεσσαλικής Μαγνησίας, που αναφέρεται στον κατάλογο της Ιλιάδας. Ο Στράβων αναφέρει επίσης ότι ο Δημήτριος ο Πολιορκητής την είχε υπαγάγει στη Δημητριάδα, μαζί με υπόλοιπα παραλιακά χωριά του Παγασητικού κόλπου. * * * ὀλίζων και ὀλείζων,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ζαγορά — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 500 μ., 2.389 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Πηλίου με Θέα προς το Αιγαίο. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Z. είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή Πέτρου Μάγνη… … Dictionary of Greek
Λαοδίκεια — I (Λαοδίκεια η επί Λύκω). Αρχαία πόλη της Φρυγίας. Η θέση της ήταν σε απόσταση 9 χλμ. από το σημερινό Ντενιζλί στα όρια της Καρίας και της Λυκίας. Ιδρύθηκε από τον Αντίοχο B’ πριν από το 240 π.Χ. στη θέση της Διόσπολης. Μετά τον Μιθριδατικό… … Dictionary of Greek
λουίζα — Κοινή ονομασία του είδους Lippia citriodora της οικογένειας των βερβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολυετή φυλλοβόλο θάμνο, ύψους 1 1,50 μ., με μικρά άνθη, λευκού ή ανοιχτού μοβ χρώματος, κατά ταξιανθία φόβη. Τα φύλλα είναι ανοιχτοπράσινα,… … Dictionary of Greek
Μαυριτανία — I Αρχαίο βασίλειο της Αφρικής. Βρισκόταν Δ της Νουμιδίας, και περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του Μαρόκο και το δυτικό τμήμα της Αλγερίας. Την εποχή του Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία, και επί Αύγουστου (25 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο βασίλειο της… … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek